αυτεπαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτεπαγωγή < (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-inductance
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτεπαγωγή θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) ιδιότητα ηλεκτρικού αγωγού κατά την οποία μία μεταβολή στην ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που τον διαρρέει δημιουργεί μία ηλεκτρεγερτική δύναμη (τάση) στα άκρα του σύμφωνα με τον τύπο , όπου ο συντελεστής αυτεπαγωγής.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτεπαγωγή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)