αυτοπαλίνδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπαλίνδρομος < αυτοπαλινδρόμηση + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoregressive
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοπαλίνδρομος, -ή, -ο
- (μαθηματικά, στατιστική) που σχετίζεται με την αυτοπαλινδρόμηση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κυρίως έχει χρήση στο θηλυκό (λ.χ. αυτοπαλίνδρομη διαδικασία) και ιδίως στο ουδέτερο (λ.χ. αυτοπαλίνδρομα μοντέλα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπαλίνδρομος