αυτοτροφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοτροφικός η αυτοτροφική το αυτοτροφικό
      γενική του αυτοτροφικού της αυτοτροφικής του αυτοτροφικού
    αιτιατική τον αυτοτροφικό την αυτοτροφική το αυτοτροφικό
     κλητική αυτοτροφικέ αυτοτροφική αυτοτροφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοτροφικοί οι αυτοτροφικές τα αυτοτροφικά
      γενική των αυτοτροφικών των αυτοτροφικών των αυτοτροφικών
    αιτιατική τους αυτοτροφικούς τις αυτοτροφικές τα αυτοτροφικά
     κλητική αυτοτροφικοί αυτοτροφικές αυτοτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοτροφικός < αυτο- + τροφικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτοτροφικός, -η, -ό

  • (βιολογία): αυτός που αναφέρεται στην τροφή των αυτότροφων οργανισμών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]