αυτοτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοτροφικός, -η, -ό
- (βιολογία): αυτός που αναφέρεται στην τροφή των αυτότροφων οργανισμών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοτροφικός
|