αφανιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφανιστικός < (ελληνιστική κοινή) ἀφανιστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αφανιστικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφανιστικός