αχρονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρονικός < α- + χρονικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intemporel)
Επίθετο[επεξεργασία]
αχρονικός
- που δεν λαμβάνει υπόψη τον χρόνο, δεν τον ακολουθεί, δεν παρακολουθεί την εξέλιξή του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρονικός
|