βλαμάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλαμάκι | τα | βλαμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βλαμάκι | τα | βλαμάκια |
κλητική | βλαμάκι | βλαμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλαμάκι < βλάμης + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαμάκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) υποκοριστικό του βλάμης
- Μες στην ταβέρνα τα βλαμάκια, βρε παιδιά, ο καθένας και ένα πόνο έχει στην καρδιά. (Στίχοι τραγουδιού του Παναγιώτη Τούντα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλαμάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)