βύσσινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βύσσινος η βύσσινη το βύσσινο
      γενική του βύσσινου της βύσσινης του βύσσινου
    αιτιατική τον βύσσινο τη βύσσινη το βύσσινο
     κλητική βύσσινε βύσσινη βύσσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βύσσινοι οι βύσσινες τα βύσσινα
      γενική των βύσσινων των βύσσινων των βύσσινων
    αιτιατική τους βύσσινους τις βύσσινες τα βύσσινα
     κλητική βύσσινοι βύσσινες βύσσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύσσινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βύσσινος < βύσσος

Επίθετο[επεξεργασία]

βύσσινος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βύσσινος τὸ βύσσινον
      γενική τοῦ/τῆς βυσσίνου τοῦ βυσσίνου
      δοτική τῷ/τῇ βυσσίν τῷ βυσσίν
    αιτιατική τὸν/τὴν βύσσινον τὸ βύσσινον
     κλητική ! βύσσινε βύσσινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βύσσινοι τὰ βύσσιν
      γενική τῶν βυσσίνων τῶν βυσσίνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βυσσίνοις τοῖς βυσσίνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βυσσίνους τὰ βύσσιν
     κλητική ! βύσσινοι βύσσιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βυσσίνω τὼ βυσσίνω
      γεν-δοτ τοῖν βυσσίνοιν τοῖν βυσσίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύσσινος < βύσσος (θηλυκό). Δε σχετίζεται με το βυσσός (αρσενικό).

Επίθετο[επεξεργασία]

βύσσινος, -ος, -ον

  1. που έχει κατασκευαστεί από βύσσο
    1. όπως ένα λεπτό εκλεκτό λινό ένδυμα
      σινδών βύσσινος'
      βύσσινοι πέπλοι (Αισχύλος, Πέρσαι, 125)
    2. ή για ύφασμα που τυλίγει νεκρό
    3. για μαλακό επίδεσμο
    4. για λινό όπου έγραφαν
      ※  ἔστιν δὲ τὰ ὀνόματα, ἃ μέλλεις γράψαι εἰς τὸ βύσσινον ῥάκος (Πάπυρος P I 293)
  2. (μεταφορικά) γλυκός, μαλακός λόγος
  3. (ελληνιστική σημασία) βυσσινής, πορφυρός Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
    *<βύσσινα>· πορφυρᾶ [<βύσσινον>· πορφυρόν]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]