γεμιστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεμιστήρας οι γεμιστήρες
      γενική του γεμιστήρα των γεμιστήρων
    αιτιατική τον γεμιστήρα τους γεμιστήρες
     κλητική γεμιστήρα γεμιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεμιστήρας < (γεμίζω) γεμισ- + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeoir)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.miˈsti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐μι‐στή‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεμιστήρας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]