γεφυρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεφυρωτής < αρχαία ελληνική γεφυρωτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεφυρωτής αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) γεφυροποιός
- (μεταφορικά) Βενέδικτος: ο γεφυρωτής των δογμάτων. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεφυρωτής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γεφυρωτής | οἱ | γεφυρωταί |
γενική | τοῦ | γεφυρωτοῦ | τῶν | γεφυρωτῶν |
δοτική | τῷ | γεφυρωτῇ | τοῖς | γεφυρωταῖς |
αιτιατική | τὸν | γεφυρωτήν | τοὺς | γεφυρωτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | γεφυρωτᾰ́ | γεφυρωταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεφυρωτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γεφυρωταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεφυρωτής
- συνώνυμο του γεφυροποιός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)