γκανγκστερικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκανγκστερικός η γκανγκστερική το γκανγκστερικό
      γενική του γκανγκστερικού της γκανγκστερικής του γκανγκστερικού
    αιτιατική τον γκανγκστερικό την γκανγκστερική το γκανγκστερικό
     κλητική γκανγκστερικέ γκανγκστερική γκανγκστερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκανγκστερικοί οι γκανγκστερικές τα γκανγκστερικά
      γενική των γκανγκστερικών των γκανγκστερικών των γκανγκστερικών
    αιτιατική τους γκανγκστερικούς τις γκανγκστερικές τα γκανγκστερικά
     κλητική γκανγκστερικοί γκανγκστερικές γκανγκστερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκανγκστερικός < γκάνγκστερ

Επίθετο[επεξεργασία]

γκανγκστερικός

  1. που έχει σχέση με παράνομες δραστηριότηες του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ
  2. που έγινε με τρόπο βίαιο, συνωμοτικό, παράνομο, που παραπέμπει σε δραsτηριότητα γκάνγκστερ
  3. παλιότερος αλλά εν μέρει και σημερινός χαρακτηρισμός αστυνομικής ταινίας ή ρόλου συναφούς με του γκάνγκστερ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]