γκανγκστερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκανγκστερικός < γκάνγκστερ
Επίθετο[επεξεργασία]
γκανγκστερικός
- που έχει σχέση με παράνομες δραστηριότηες του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ
- που έγινε με τρόπο βίαιο, συνωμοτικό, παράνομο, που παραπέμπει σε δραsτηριότητα γκάνγκστερ
- παλιότερος αλλά εν μέρει και σημερινός χαρακτηρισμός αστυνομικής ταινίας ή ρόλου συναφούς με του γκάνγκστερ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκανγκστερικός