γλοιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλοιώδης | η | γλοιώδης | το | γλοιώδες |
γενική | του | γλοιώδους | της | γλοιώδους | του | γλοιώδους |
αιτιατική | τον | γλοιώδη | τη | γλοιώδη | το | γλοιώδες |
κλητική | γλοιώδη(ς) | γλοιώδης | γλοιώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλοιώδεις | οι | γλοιώδεις | τα | γλοιώδη |
γενική | των | γλοιωδών | των | γλοιωδών | των | γλοιωδών |
αιτιατική | τους | γλοιώδεις | τις | γλοιώδεις | τα | γλοιώδη |
κλητική | γλοιώδεις | γλοιώδεις | γλοιώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλοιώδης < αρχαία ελληνική γλοιώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
γλοιώδης
- που είναι καλυμμένος με γλίτσα ή, γενικά, με κάποια παχύρρευστη και γλιστερή ουσία, και προκαλεί αίσθημα αηδίας
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος που προκαλεί αηδία, κυρίως λόγω χυδαίας συμπεριφοράς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γλοιώδης < γλοιός (κολλώδης) και εἶδος
Επίθετο[επεξεργασία]
γλοιώδης, -ης, -ες
- τὸ γλίσχρον ἀπεμιμήσατο καὶ γλυκὺ καὶ γλοιῶδες (Πλάτ. Κρατ.427)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)