δίλοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίλοβος η δίλοβη το δίλοβο
      γενική του δίλοβου της δίλοβης του δίλοβου
    αιτιατική τον δίλοβο τη δίλοβη το δίλοβο
     κλητική δίλοβε δίλοβη δίλοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίλοβοι οι δίλοβες τα δίλοβα
      γενική των δίλοβων των δίλοβων των δίλοβων
    αιτιατική τους δίλοβους τις δίλοβες τα δίλοβα
     κλητική δίλοβοι δίλοβες δίλοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίλοβος < δι- + λοβός

Επίθετο[επεξεργασία]

δίλοβος, -η, -ο

  1. που έχει δύο λοβούς
  2. (αρχιτεκτονική) που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με δύο μικρά τόξα
  3. (ουσιαστικοποιημένο) (αρχιτεκτονική) δίλοβο: άνοιγμα ή παράθυρο που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με δύο μικρά τόξα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]