δαμασκήνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαμασκήνωση οι δαμασκηνώσεις
      γενική της δαμασκήνωσης* των δαμασκηνώσεων
    αιτιατική τη δαμασκήνωση τις δαμασκηνώσεις
     κλητική δαμασκήνωση δαμασκηνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δαμασκηνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαμασκήνωση < δαμασκηνώ(νω) + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.maˈsci.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐μα‐σκή‐νω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαμασκήνωση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη Δαμασκός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]