διακοινοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοινοτικός η διακοινοτική το διακοινοτικό
      γενική του διακοινοτικού της διακοινοτικής του διακοινοτικού
    αιτιατική τον διακοινοτικό τη διακοινοτική το διακοινοτικό
     κλητική διακοινοτικέ διακοινοτική διακοινοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοινοτικοί οι διακοινοτικές τα διακοινοτικά
      γενική των διακοινοτικών των διακοινοτικών των διακοινοτικών
    αιτιατική τους διακοινοτικούς τις διακοινοτικές τα διακοινοτικά
     κλητική διακοινοτικοί διακοινοτικές διακοινοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακοινοτικός < διά + κοινότητα

Επίθετο[επεξεργασία]

διακοινοτικός, -ή, -ό

  1. που συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας
  2. (ειδικότερα) που συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]