διαλυτότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαλυτότητα οι διαλυτότητες
      γενική της διαλυτότητας των διαλυτοτήτων
    αιτιατική τη διαλυτότητα τις διαλυτότητες
     κλητική διαλυτότητα διαλυτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλυτότητα < διαλυτός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική solubilité) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.liˈto.ti.ta/ & /ðʝa.liˈto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐λυ‐τό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαλυτότητα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]