διατηρήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διατηρήσιμος
- που μπορεί να διατηρηθεί, για κατάσταση ή ενέργεια που μπορεί να συνεχιστεί με ανανέωση των απαραίτητων πόρων ή υλικών, βιώσιμος
- διατηρήσιμη ανάπτυξη, διατηρήσιμη ανάκαμψη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διατηρησιμότητα
- → δείτε τη λέξη διατηρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατηρήσιμος