διευθύνων σύμβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διευθύνων σύμβουλος < → δείτε τις λέξεις διευθύνων και σύμβουλος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διευθύνων σύμβουλος αρσενικό (θηλυκό διευθύνουσα σύμβουλος)
- το ανώτατο στέλεχος μιας εταιρείας, υπεύθυνος για την εφαρμογή των πολιτικών της εταιρείας
- άλλες μορφές: διευθύνοντας σύμβουλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διευθύνων σύμβουλος
|