διηθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διηθητικός < διήθηση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική filtrant)
Επίθετο[επεξεργασία]
διηθητικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διηθώ