διηπειρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διηπειρωτικός < δι- + ηπειρωτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercontinental)
Επίθετο[επεξεργασία]
διηπειρωτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ήπειρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διηπειρωτικός