δικλινής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δικλινής | η | δικλινής | το | δικλινές |
γενική | του | δικλινούς* | της | δικλινούς | του | δικλινούς |
αιτιατική | τον | δικλινή | τη | δικλινή | το | δικλινές |
κλητική | δικλινή(ς) | δικλινής | δικλινές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δικλινείς | οι | δικλινείς | τα | δικλινή |
γενική | των | δικλινών | των | δικλινών | των | δικλινών |
αιτιατική | τους | δικλινείς | τις | δικλινείς | τα | δικλινή |
κλητική | δικλινείς | δικλινείς | δικλινή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δικλινής, -ής, -ές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικλινής
|