διπλοκράτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλοκράτηση οι διπλοκρατήσεις
      γενική της διπλοκράτησης* των διπλοκρατήσεων
    αιτιατική τη διπλοκράτηση τις διπλοκρατήσεις
     κλητική διπλοκράτηση διπλοκρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διπλοκρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπλοκράτηση < διπλο- + κράτηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διπλοκράτηση[1] θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]