δυτικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυτικοποίηση | οι | δυτικοποιήσεις |
γενική | της | δυτικοποίησης* | των | δυτικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δυτικοποίηση | τις | δυτικοποιήσεις |
κλητική | δυτικοποίηση | δυτικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυτικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυτικοποίηση < δυτικ(ός) + -ο- + -ποίηση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ti.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐τι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυτικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία αφομοίωσης των εθίμων και των παραδόσεων του δυτικού πολιτισμού από μια κοινωνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυτικοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)