δωρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωρισμένος η δωρισμένη το δωρισμένο
      γενική του δωρισμένου της δωρισμένης του δωρισμένου
    αιτιατική τον δωρισμένο τη δωρισμένη το δωρισμένο
     κλητική δωρισμένε δωρισμένη δωρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωρισμένοι οι δωρισμένες τα δωρισμένα
      γενική των δωρισμένων των δωρισμένων των δωρισμένων
    αιτιατική τους δωρισμένους τις δωρισμένες τα δωρισμένα
     κλητική δωρισμένοι δωρισμένες δωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δωρίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ɾiˈzme.nos/

Μετοχή[επεξεργασία]

δωρισμένος -η -ο

  • που έχει δοθεί ως δώρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]