εθελοντισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθελοντισμός οι εθελοντισμοί
      γενική του εθελοντισμού των εθελοντισμών
    αιτιατική τον εθελοντισμό τους εθελοντισμούς
     κλητική εθελοντισμέ εθελοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθελοντισμός < εθελοντ(ής) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική volontarisme)[1] Δείτε και την αγγλική volunteerism)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.θe.lon.diˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θε‐λο‐ντι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εθελοντισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.