εικοσαβάθμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εκατονταβάθμιος αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- βαθμονομημένος σε είκοσι βαθμίδες-σκαλοπάτια-τιμές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βάθμιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)