ειρηνοδικειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειρηνοδικειακός < ειρηνοδικείο + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
ειρηνοδικειακός
- (νομικός όρος) που έχει σχέση με ειρηνοδικείο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ειρηνοδικείο, ειρήνη και δίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειρηνοδικειακός
|