εισφοροδιαφυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εισφοροδιαφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η απώλεια εσόδων λόγω αποφυγής πληρωμής εισφορών
- Στις καταγραφές για τις αιτίες των προβλημάτων και των αδιεξόδων του Ασφαλιστικού όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι σημαντικό ρόλο κατέχει η εισφοροδιαφυγή. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισφοροδιαφυγή
|