φοροδιαφυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φοροαποφυγή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροδιαφυγή οι φοροδιαφυγές
      γενική της φοροδιαφυγής των φοροδιαφυγών
    αιτιατική τη φοροδιαφυγή τις φοροδιαφυγές
     κλητική φοροδιαφυγή φοροδιαφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοροδιαφυγή < φόρος + -ο- + διαφυγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tax evasion ή tax avoidance)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φοροδιαφυγή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]