ελαιόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαιόμετρο τα ελαιόμετρα
      γενική του ελαιόμετρου
ελαιομέτρου
των ελαιόμετρων
ελαιομέτρων
    αιτιατική το ελαιόμετρο τα ελαιόμετρα
     κλητική ελαιόμετρο ελαιόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαιόμετρο < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική oléomètre < αρχαία ελληνική ἐλαία + μέτρον. Συγχρονικά αναλύεται σε ελαιό- + -μετρο.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελαιόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]