ελεγκτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεγκτικός η ελεγκτική το ελεγκτικό
      γενική του ελεγκτικού της ελεγκτικής του ελεγκτικού
    αιτιατική τον ελεγκτικό την ελεγκτική το ελεγκτικό
     κλητική ελεγκτικέ ελεγκτική ελεγκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεγκτικοί οι ελεγκτικές τα ελεγκτικά
      γενική των ελεγκτικών των ελεγκτικών των ελεγκτικών
    αιτιατική τους ελεγκτικούς τις ελεγκτικές τα ελεγκτικά
     κλητική ελεγκτικοί ελεγκτικές ελεγκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελεγκτικός < αρχαία ελληνική ἐλεγκτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ελεγκτικός -ή -ό

  • που αναφέρεται στον έλεγχο ή τον εφαρμόζει
ελεγκτικοί μηχανισμοί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]