ελεγκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεγκτικός < αρχαία ελληνική ἐλεγκτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ελεγκτικός -ή -ό
- που αναφέρεται στον έλεγχο ή τον εφαρμόζει
- ελεγκτικοί μηχανισμοί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεγκτικός
|