εμποροκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμποροκρατία < εμπορο- + -κρατία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mercantilisme
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.bo.ɾo.kɾaˈti.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμποροκρατία θηλυκό
- (οικονομία) (παρωχημένο) παλαιότερη οικονομική θεωρία και πρακτική που συνδέει τον πλούτο και την ευημερία με την ποσότητα χρήματος και την συγκέντρωση πολύτιμων μετάλλων κι ότι απαιτούνται κυβερνητικές ρυθμίσεις εθνικιστικού χαρακτήρα προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικονομική ευημερία του κράτους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εμποροκρατικός
- εμποροκρατισμός
- → δείτε τις λέξεις έμπορος και κράτος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμποροκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμπορο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)