εμποροκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμποροκρατία οι εμποροκρατίες
      γενική της εμποροκρατίας των εμποροκρατιών
    αιτιατική την εμποροκρατία τις εμποροκρατίες
     κλητική εμποροκρατία εμποροκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμποροκρατία < εμπορο- + -κρατία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mercantilisme

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /em.bo.ɾo.kɾaˈti.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμποροκρατία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]