ενδεδειγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδεδειγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδεδειγμένος (που έχει καταμηνυθεί, καταγγελθεί), μετοχή παρακειμένου του ρήματος ἐνδείκνυμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en.ðe.ðiˈɣme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δε‐δειγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐δε‐δει‐γμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ενδεδειγμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος ενδείκνυμαι κατάλληλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ενδεδειγμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ενδεδειγμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)