ενδοδεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοδεκτικότητα < ενδο- + δεκτικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoception)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοδεκτικότητα θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η ικανότητα αντίληψης ή αίσθησης της φυσιολογίας ή της εσωτερικής λειτουργία]]ς του σώματος
- ※ Η ικανότητα κάποιου να ακούει την καρδιά του εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντιληπτική ικανότητα, τη λεγόμενη ενδοδεκτικότητα (interoception), δηλαδή την ικανότητα ενός ανθρώπου να αντιλαμβάνεται την εσωτερική φυσιολογία του και να είναι ευαίσθητος στα εσωτερικά ερεθίσματα του σώματός του, π.χ. στην αναπνοή, σε ένα πόνο ή σε μια αλλαγή του ρυθμού της καρδιάς του λόγω φόβου. (www.lifo.gr, 2/5/2017)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοδεκτικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)