ενδοϋπηρεσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοϋπηρεσιακός < ενδο- + υπηρεσιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intradepartmental[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοϋπηρεσιακός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενδοϋπηρεσιακά
- ενδοϋπηρεσιακώς
- → δείτε τις λέξεις ένδον, υπηρεσιακός και υπηρεσία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοϋπηρεσιακός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ενδοϋπηρεσιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)