ενεχυρούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενεχυρούχος
- που παίρνει κάτι ως ενέχυρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεχυρούχος
|