επικουρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικουρικός < αρχαία ελληνική ἐπικουρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επικουρικός, -ή, -ό
- βοηθητικός, ενισχυτικός
- συμπληρωματικός (πχ για εισόδημα)
- επικουρικό ταμείο ασφάλισης
- η κύρια σύνταξη και η επικουρική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικουρικός