επικόπανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικόπανο ουδέτερο
- το τραπέζι του κρεοπώλη, φτιαγμένο συνήθως από χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο λιανίζονται και τεμαχίζονται τα κρέατα
- Άκουσε έναν ήχο ο οποίος έμοιαζε με μπαλντά που πέφτει πάνω σε επικόπανο χασάπη (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικόπανο
|