επισχετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισχετικός η επισχετική το επισχετικό
      γενική του επισχετικού της επισχετικής του επισχετικού
    αιτιατική τον επισχετικό την επισχετική το επισχετικό
     κλητική επισχετικέ επισχετική επισχετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισχετικοί οι επισχετικές τα επισχετικά
      γενική των επισχετικών των επισχετικών των επισχετικών
    αιτιατική τους επισχετικούς τις επισχετικές τα επισχετικά
     κλητική επισχετικοί επισχετικές επισχετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισχετικός < ελληνιστική κοινή ἐπισχετικός

Επίθετο[επεξεργασία]

επισχετικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]