εργογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργογραφικός < εργογραφία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εργογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εργογραφία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εργογραφία, έργο και γράφω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργογραφικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- εργογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εργογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)