ερωτιδέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερωτιδέας οι ερωτιδείς
      γενική του ερωτιδέα
ερωτιδέως
των ερωτιδέων
    αιτιατική τον ερωτιδέα τους ερωτιδείς
     κλητική ερωτιδέα ερωτιδείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ερωτιδέας πάνω σε σφαίρα, Αντρέα ντελ Βερρόκιο (1435-1488)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερωτιδέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρωτιδ(εύς) + -έας από την αιτιατική ἐρωτιδέα < ἔρως. Μορφολογικά αναλύεται σε έρωτ(ος) + -ιδέας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ɾo.tiˈðe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρω‐τι‐δέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερωτιδέας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο αρχαίος θεός Έρωτας στην παιδική του ηλικία
  2. (τέχνη) παράσταση (γλυπτική, ζωγραφική κ.λπ.) νεαρού έρωτα
  3. (κατ’ επέκταση, λόγιο) ερωτύλος (νεαρής ηλικίας)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]