ερωτιδέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερωτιδέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρωτιδ(εύς) + -έας από την αιτιατική ἐρωτιδέα < ἔρως. Μορφολογικά αναλύεται σε έρωτ(ος) + -ιδέας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾo.tiˈðe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρω‐τι‐δέ‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερωτιδέας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο αρχαίος θεός Έρωτας στην παιδική του ηλικία
- (τέχνη) παράσταση (γλυπτική, ζωγραφική κ.λπ.) νεαρού έρωτα
- (κατ’ επέκταση, λόγιο) ερωτύλος (νεαρής ηλικίας)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ερωτιδεύς (λόγιο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη έρωτας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έας (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιδέας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Λόγιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)