ετερόφωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερόφωτος
- που δεν ακτινοβολεί από μόνος του, αλλά φωτίζεται από το φως κάποιου άλλου
- (μεταφορικά) που δεν έχει δική του διαμορφωμένη άποψη ή κρίση, αλλά δέχεται επιδράσεις από άλλους
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερόφωτος
|