ευγραμμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευγραμμία < ελληνιστική κοινή εὐγραμμία < εὔγραμμος < αρχαία ελληνική εὖ + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευγραμμία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευγραμμία
|