ευνοιοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευνοιοκρατικός < ευνοιοκρατία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευνοιοκρατικός
- που έχει σχέση με την ευνοιοκρατία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευνοιοκρατικά
- ευνοιοκρατικώς
- → δείτε τις λέξεις ευνοιοκρατία, εύνοια και κρατώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευνοιοκρατικός
|