ζαχαροζύμαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈzi.ma.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρο‐ζύ‐μα‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαχαροζύμαρο ουδέτερο
- είδος πάστας από ζάχαρη και νερό η όποια χρησιμοποιείται ως τροφή για τις μέλισσες τον χειμώνα όταν τα λουλούδια δεν είναι ανθισμένα
- ※ Στη μοναξιά του βουνού επίσης δεν υπάρχει η ευκολία να διαδοθούν οι ασθένειες από το μελίσσι ενός μελισσοκόμου στο μελίσσι του άλλου, όπως συμβαίνει όταν εκατοντάδες κυψέλες βρίσκονται αναγκαστικά η μία δίπλα στην άλλη και οι μέλισσες πηγαίνουν στα ίδια κλαδιά (συλλέγοντας το μελίτωμα). Επίσης ο πληθυσμός μένοντας στο εσωτερικό, στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, σχεδόν ναρκώνεται και καταναλώνει πολύ λίγη τροφή. Ενα έως τρία κιλά ζαχαροζύμαρο φθάνουν και περισσεύουν.
- Γαλδαδάς, Άλκης (1 Δεκεμβρίου 2022), Παραγωγή μελιού στα 1.647 μέτρα υψόμετρο, Το Βήμα
- ※ Στη μοναξιά του βουνού επίσης δεν υπάρχει η ευκολία να διαδοθούν οι ασθένειες από το μελίσσι ενός μελισσοκόμου στο μελίσσι του άλλου, όπως συμβαίνει όταν εκατοντάδες κυψέλες βρίσκονται αναγκαστικά η μία δίπλα στην άλλη και οι μέλισσες πηγαίνουν στα ίδια κλαδιά (συλλέγοντας το μελίτωμα). Επίσης ο πληθυσμός μένοντας στο εσωτερικό, στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, σχεδόν ναρκώνεται και καταναλώνει πολύ λίγη τροφή. Ενα έως τρία κιλά ζαχαροζύμαρο φθάνουν και περισσεύουν.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαροζύμαρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ζαχαρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)