ζυμοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυμοτεχνικός < ζυμοτεχνία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ζυμοτεχνικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη ζυμοτεχνία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ζυμοτεχνία, ζύμη και τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυμοτεχνικός