ζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζων
ζώντας
η ζώσα το ζων
      γενική του ζώντος
ζώντα
της ζώσας
ζώσης*
του ζώντος
    αιτιατική τον ζώντα τη ζώσα το ζων
     κλητική ζων
ζώντα
ζώσα ζων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζώντες οι ζώσες τα ζώντα
      γενική των ζώντων των ζωσών των ζώντων
    αιτιατική τους ζώντες τις ζώσες τα ζώντα
     κλητική ζώντες ζώσες ζώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζῶν, μετοχή του ζῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzon/

Μετοχή[επεξεργασία]

ζων, ζώσα, ζων

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]