ζωοκομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωοκομικός < ζωοκομ(ία) ζωοκόμ(ος) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zo.o.ko.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐κο‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωοκομικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωοκομικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ζωοκομικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)