ημιρυμουλκούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιρυμουλκούμενος < ημι- + ρυμουλκούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semi-trailer)
Επίθετο[επεξεργασία]
ημιρυμουλκούμενος
- που αφορά όχημα ή κατασκευή που έχει πίσω άξονα με ρόδες, όχι όμως και μπροστά, και μπορεί να ρυμουλκηθεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ημιρυμουλκούμενο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιρυμουλκούμενος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ημι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)