ηρωινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηρωινισμός < ηρωίνη + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heroinism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηρωινισμός αρσενικό
- η κατάσταση της εξάρτησης απ’ την ηρωίνη
- (ιατρική) η χρόνια, οξεία και νοσηρή κατάσταση ενός οργανισμού, λόγω της εξάρτησης και υπερβολικής χρήσης ηρωίνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)