θειότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θειότατος η θειότατη
θειοτάτη
το θειότατο
      γενική του θειότατου
θειοτάτου
της θειότατης
θειοτάτης
του θειότατου
θειοτάτου
    αιτιατική τον θειότατο τη θειότατη
θειοτάτη
το θειότατο
     κλητική θειότατε θειότατη
θειοτάτη
θειότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θειότατοι οι θειότατες τα θειότατα
      γενική των θειότατων
θειοτάτων
των θειότατων
θειοτάτων
των θειότατων
θειοτάτων
    αιτιατική τους θειότατους
θειοτάτους
τις θειότατες τα θειότατα
     κλητική θειότατοι θειότατες θειότατα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θειότατος < θεί(ος) + -ότατος (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θειότατος, υπερθετικός βαθμός του θεῖος

Επίθετο[επεξεργασία]

θειότατος, -η, -ο & αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου

  • (καταχρηστικά) υπερθετικός βαθμός του θείος
  • → δείτε τη λέξη Θειότατος (με κεφαλαίο Θ), προσφώνηση Πατριαρχών των υπόλοιπων Παλαίφατων, Πρεσβυγενών Πατριαρχείων: Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θειότατος θειοτάτη τὸ θειότατον
      γενική τοῦ θειοτάτου τῆς θειοτάτης τοῦ θειοτάτου
      δοτική τῷ θειοτάτ τῇ θειοτάτ τῷ θειοτάτ
    αιτιατική τὸν θειότατον τὴν θειοτάτην τὸ θειότατον
     κλητική ! θειότατε θειοτάτη θειότατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θειότατοι αἱ θειόταται τὰ θειότατ
      γενική τῶν θειοτάτων τῶν θειοτάτων τῶν θειοτάτων
      δοτική τοῖς θειοτάτοις ταῖς θειοτάταις τοῖς θειοτάτοις
    αιτιατική τοὺς θειοτάτους τὰς θειοτάτᾱς τὰ θειότατ
     κλητική ! θειότατοι θειόταται θειότατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θειοτάτω τὼ θειοτάτ τὼ θειοτάτω
      γεν-δοτ τοῖν θειοτάτοιν τοῖν θειοτάταιν τοῖν θειοτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θειότατος < θεῖ(ος) + -ότατος

Επίθετο[επεξεργασία]

'θειότατος, -η, -ον